κυπριώτικος

κυπριώτικος
-η, -ο (Μ κυπριώτικος, -η, ον [Κυπριώτης]
κυπριακός, κυπραίικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυπριώτικος — η, ο κυπριακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”